- ὑποπρόστ
- ὑποπρόστ( [full] ε) [full] ιμος, ον,A liable to pay a fine,
τῷ ταμείῳ BSA17.226
([place name] Pamphylia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ ταμείῳ BSA17.226
([place name] Pamphylia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπρόστ(ε)ιμος — ον, Α αυτός που οφείλει να πληρώσει πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόστιμον] … Dictionary of Greek